- κορνέτα
- η1. είδος μικρής ξύλινης σάλπιγγας με σχήμα μικρού κέρατος2. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο και έμβολα προσαρμοσμένα με κατάλληλο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornetta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνέτα — η (λ. ιταλ.), πνευστό μουσικό όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
κορνετίστας — ο μουσικός που παίζει κορνέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornettista] … Dictionary of Greek
κόρνο — Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κ. παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κ. (από κέρατα ζώων), τα οποία… … Dictionary of Greek
Άρμστρονγκ, Λούις — (Louis Armstrong,Νέα Ορλεάνη 1900 – Νέα Υόρκη 1971). Αφροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής. Θεωρείται ο πατέρας της κλασικής τζαζ. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταλείπει την τρώγλη του γκέτο και κλείνεται για έναν χρόνο σε αναμορφωτήριο, γιατί… … Dictionary of Greek
κορνετίστας — ο αυτός που παίζει κορνέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)